Difference between revisions of "0/el"

From www.PSALTIKI.info
Jump to: navigation, search
m
m
Line 17: Line 17:
  
 
<big><big>[https://www.youtube.com/channel/UCAoPy8AvtF55dh9SBuevXAg Τὸ κανάλι μας στὸ YouTube]</big></big>
 
<big><big>[https://www.youtube.com/channel/UCAoPy8AvtF55dh9SBuevXAg Τὸ κανάλι μας στὸ YouTube]</big></big>
 +
 +
<p class=c>
 +
Θεόπνευστη μουσικὴ-ψαλτικὴ εἶναι μυστικὴ πνευματικὴ ἄθλησις, πηγὴ ἐμπνεύσεως, ὁδηγὸς πρὸς θεωρίαν καὶ φάρμακον τῆς ψυχῆς.
 +
</p>
 +
Καὶ πράγματι, εἶναι δυνατὸν ψυχοφάρμακον. Κάθε μουσικὴ ἔμπνευση —τὸ ἐπιστημονικῶς ἀποδεδεγμένο γεγονός— γίνεται τρόπον τινα νὰ παρέχῃ θεραπευτικὴ δράση στὸν ἄνθρωπο. Κάθε μελῳδία, ὅπως καὶ ὁ λόγος, ὡς «μουσικὸς λόγος» ὁπωσδήποτε ἐκφράζει μία πνευματικὴ ἔννοια. Οἱ ἔννοιες ποὺ ἐνσαρκώνονται διὰ μέσου τοῦ ἤχου δύνανται νὰ ἔχουν θεραπευτικὴ δύναμη ἢ τἀνάπαλιν, φθοροποιὸν διὰ την ψυχή. Ἠ μουσικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ λειτουργῇ διὰ θεραπευτικοὺς λόγους καὶ ὄχι μόνο διὰ διασκέδαση ἢ εὐχαρίστηση τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοὸς εἶναι ἀποκλειστικὰ τὸ ἀρχαῖον μέλος, ποὺ εἶναι ἄνωθεν ἐμπνευσμένο καὶ εἰδικῶς δημιουργεῖτο μὲ αὐτὴ τὴν φιλοσοφία.
 +
 +
Κατὰ τὸν θεῖο Πυθαγόρα‍, καθὼς τὴν «μερικὴ» μουσικὴ παράγει ἡ ἁρμονία τῶν χορδῶν, τοιουτοτρόπως καὶ τὴν «καθόλου μουσικὴ» παράγη ἡ ἁρμονία τοῦ σύμπαντος καὶ ἡ μουσικὴ τάξη ταυτίζεται μὲ τὴν ἀστροφυσικὴ σύνθεση τοῦ κόσμου, ποὺ παράγη τὴν «μουσικὴ σύμπαντος». Ἡ μουσικὴ σύμπαντος ὑπάρχει χάρις στὴν κίνηση τῶν οὐρανίων σωμάτων καὶ οἱ τροχιὲς τῶν πλανητῶν π.χ. ἀντιστοιχοῦν σὲ μῆκος τῶν χορδῶν, τῶν ὁποίων οἱ κρούσεις δημιουργοῦν εὐρυθμία ἤχου.
 +
 +
Ὅμως αὐτὴ ἡ οὐράνια ἁρμονία εἶναι ἀπρόσιτη διὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀκοὴ καὶ φυσιολογικὴ ἀντίληψη, αὐτὴν δυνάμεθα νὰ ἀντιληφθοῦμε μόνο διὰ νοερᾶς πνευματικῆς θεωρίας.
 +
Αὐτὴ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ νόηση, προφανῶς προέρχεται ἀπὸ τὰ λείψανα τῆς πρωταρχικῆς μνήμης τοῦ οὐρανίου νοητοῦ ἄσματος τῶν ἀγγέλων, τοῦ ὁποίου ἐχρημάτισαν ἀκροατὲς οἱ προπάτορες καὶ ἔμεινε ἐν μυχοῖς τῆς φύσεώς μας.
 +
 +
Μετὰ τὴν «μουσικὴ σύμπαντος» στὴν ἱεραρχία ἀκολουθεῖ κατὰ τοὺς πυθαγορικοὺς ἡ «ἀνθρωπίνη μουσική», διότι στὴν ἀνθρωπίνη φύση ἐπίσης ὑπόκειται ἁρμονία, ποὺ ἀπεικονίζει τὴν ἰσοῤῥοπία τῶν ἀντιθέτων ζωτικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁρμονία εἶναι ὑγεία, ἑνῶ ἡ ἀῤῥώστια εἶναι δυσαρμονία καὶ ἔλλειψη συμφωνίας. Γι᾽αὐτὸ ὁ Πυθαγόρας θεωροῦσε τὴν μουσικὴ ὡς ἀναφαίρετη οὐσία τῆς ὑγείας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ μέγας Ἰάμβλιχος, ὁ ἀπόγονος τοῦ Πυθαγόρα, μᾶς ἀναφέρει: «Ὁ Πυθαγόρας ὅρισε τὴν παιδαγωγία διὰ μουσικῆς, ἐξ ἧς προέρχεται ἡ θεραπεία τῶν ἀνθρωπίνων ἠθῶν καὶ παθῶν, καὶ ἀποκαθίσταται ἡ ἁρμονία τῶν ψυχικῶν χαρισμάτων. Αὐτὸς ἀνάγκαζε τοὺς μαθητές του νὰ ἐφαρμόζουν τὴν μουσικὴ ἀγωγή, συντάσσοντας διάφορες μελωδίες χάρις στὶς ὁποῖες εὔκολα μποροῦσε νὰ ἀλλοιώνῃ τὴν ψυχική τους κατάσταση, παράγων τὶς μελωδίες μὲ τὴν λύρα ἢ τὴν φωνή. Ὁ ἴδιος ὅμως συνέθετε μελωδίες διὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλιῶς, ὄχι διὰ μέσου ὀργάνου ἢ τῆς φωνῆς, ἀλλὰ χρησιμοποιῶντας ἄρρητα τινα καὶ νοερὰ μέσα. Μὲ τὴν θεωρία τῶν οὐρανίων πραγμάτων ἄκουγε τὴν ἁρμονία τοῦ σύμπαντος καὶ κατανοοῦσε τὸν ἦχο τῶν ἄνω σωμάτων, ποὺ παρήγαγε τὸ πλῆρες ἆσμα, ποὺ εἶναι ἀπρόσιτο στοὺς ἰδιῶτες. Δροσιζόμενος ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔμπνευση καὶ γενόμενος τέλειος, διαλογιζόταν νὰ μεταδώσῃ στοὺς μαθητὲς τὴν ἠχητικὴ ἐνσάρκωση αὐτοῦ τοῦ νοητοῦ ἄσματος, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἐκφράζῃ τὸ σχετικὰ πτωχὸ ὑλικὸ τῶν γηίνων ἤχων διὰ μέσου ὀργάνων καὶ τῆς ἀνθρώπινης φωνῆς».
 +
 +
Ἔτσι τὸ τρίτο εἶδος στὴν ἱεραρχία εἶναι ὀργανικὴ μουσική, ποὺ κατὰ τὸν Πυθαγόρα εἶναι μόνο ἕνα ἴχνος τῆς ἀνωτάτης «μουσικής σύμπαντος».
 +
Ἡ μουσικὴ ἐπονομαζομένη ὡς «βυζαντινή» εἶναι μόνος νόμιμος καὶ ἀληθινὸς διάδοχος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας στὸν τομέα τῆς μουσικῆς, ποὺ ἔχει μοναδικὴ‍, ἀρχαιότατη καὶ διαχρονικῶς ἀδιάκοπη παράδοση καὶ τὴν ἀνεπανάληπτη σε ὅλο τον κόσμο θεωρία καὶ σημειογραφία, ποὺ ἀρχικὰ ἀναπτύχθηκε στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ ἔπειτα στὴν Αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου —τὸ μοναδικὸ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος κράτος μὲ διαχρονικῶς ἄφθαστο ἐπίπεδο τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς τέχνης— καὶ εἶναι πολλαπλασιασμένη ἐπὶ τὴν οὐράνια ἀποκάλυψη Χάριτος, ποὺ ὁ Θεὸς ἐνέπνευσε στὴν ἑλληνικὴ σοφία, ἡ ὁποία εἰς τὸ ἑξῆς ὀνομάστηκε «χριστιανισμός».
 +
 +
Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσικὴ ἔμπνευση δὲν ἔπαυσε νὰ ἀνθίζει, συνεχίζει νὰ ζῇ στὴν θεωρία καὶ στὴν σημειογραφία τῆς σημερινῆς «βυζαντινῆς μουσικῆς», ποὺ κακῶς παραβλέπεται καὶ ὀνομάζεται «βυζαντινή», εἶναι παγκόσμια, ἐπειδὴ δὲν τυγχάνει μία ἁπλῆ ἐθνικὴ θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης πολιτιστικῆς κληρονομίας, ἀλλὰ εἶναι μοναδικὴ ἔκφραση οὐρανίου, ἀγγελικοῦ ἄσματος, μία θεία μουσικὴ γλῶσσα, ποὺ μόνο αὐτὴ μιλᾷ τόσα βαθιὰ μὲ την ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ὁδηγεῖ πρὸς πνευματικὴ τελειότητα.
 +
 +
Δύο ἔννοιες πρέπει νὰ γίνουν κατανοητὲς διὰ νὰ ἐκτιμήσουμε πλήρως τὴν βυζαντινὴ μουσική. Ἡ πρώτη, ποὺ διατήρησε τὴν βάση στὴν ἑλληνικὴ θεολογικὴ καὶ μυστικὴ σκέψη μέχρι τὴν πτώση τῆς αὐτοκρατορίας, ἦταν ἡ γνώση ἀγγελικῆς μεταδόσεως τοῦ ἄσματος, διότι ἡ Ἐκκλησία ἕνωσε τοὺς ἀνθρώπους σὲ κοινὴ προσευχὴ μὲ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα. Ἡ νύξη διαιωνίζεται στὶς γραφὲς τῶν πρώτων πατέρων τῆς χριστιανικῆς ἑλληνικῆς σοφίας, ὅπως ὁ Κλήμης Ρώμης, Ἰουστῖνος, Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Ἀθηναγόρας καὶ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης. Ἀναγνωρίζεται ἀργότερα στὶς μεσαιωνικὲς πραγματεῖες τοῦ Νικολάου Καβάσιλα καὶ τοῦ Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.
 +
 +
Ἡ ἐπίδραση αὐτῆς τῆς ἔννοιας ἦταν τριπλή: κατ᾽ ἀρχάς, ἀναπαρήγαγε μία ἰδιαίτερα συντηρητικὴ στάση ἀπέναντι στὴν μουσικὴ σύνθεση ἀφ᾽ ἑτέρου, σταθεροποίησε τὴν μελωδικὴ παράδοση ὁρισμένων ὕμνων καὶ τρίτον, συνέχισε, γιὰ κάποιο διάστημα, την ἀνωνυμία τοῦ συνθέτη. Γιατί ἐὰν ἕνα ἆσμα εἶναι θεϊκῆς προελεύσεως, κατόπιν ἡ ἀναγνώριση ποὺ λαμβάνει ὁ «μεταφορέας» μελλοντικὰ ὀφείλει νὰ εἶναι ἐλάχιστη. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα ὅταν ἐξετάζουμε τοὺς ὕμνους ποὺ φέρονταν νὰ ἐψάλησαν διὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ ἀγγελικὲς χορωδίες - ὅπως το Ἀλληλούια, τὸ Τρισάγιον καὶ ἡ Δοξολογία. Συνεπῶς, μέχρι τους χρόνους τῶν Παλαιολόγων, ἦταν ἀσύλληπτο διὰ ἕνα συνθέτη νὰ τοποθετήσῃ τὸ ὄνομά του κάτω ἀπὸ ἕνα χειρόγραφο μουσικό κείμενο.
 +
 +
Οἱ ἰδέες τῆς πρωτοτυπίας καὶ τῆς ἐλευθέρας συνθέσεως παρόμοιες μὲ ἐκεῖνες ποὺ ἐμφανίστηκαν στὴν πιὸ πρόσφατη μουσικὴ δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στοὺς βυζαντινοὺς χρόνους. Ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς χρησιμοποιήσεως παραδοσιακῶν μεθόδων ἢ μελωδικῶν τύπων ὡς συνθετικὴ τεχνικὴ παρουσιάζει ἀρχαΐζουσα ἀντίληψη στὸ βυζαντινὸ ἆσμα. Μοιάζει καταφανὲς ὅτι τὰ ἄσματα τοῦ βυζαντινοῦ ρεπερτορίου ποὺ βρίσκεται στὰ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὸ δέκατο αἰῶνα μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς τετάρτης σταυροφορίας (1204 - 1261), ἀντιπροσωπεύουν τὸ τελικὸ καὶ μόνο ἐπιζῶν στάδιο μιᾶς ἐξελίξεως, οἱ ἀρχὲς τῆς ὁποίας ἐπιστρέφουν στὸ ἆσμα τῆς φωτεινῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος τῶν σοφῶν καὶ φιλοσόφων καὶ τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ τῶν Προφητῶν καὶ δικαίων.
 +
 +
Ἐκτὸς τούτου πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ φυσιολογικὲς συμφωνίες τῶν ἤχων τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ὑπάρχει τεχνητὴ προσαρμογὴ διαστημάτων‍,  οὔτε τὸ ματζιόρε οὔτε τὸ μινόρε, ἐκφράζουν τὴν πατερικὴ ἀντίληψη τῆς χαρμολύπης, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μοναδικὴ ὑγιεινὴ ψυχολογικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ γίνεται πηγὴ ἀληθινῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων διὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς πυθαγορικῆς τελειότητος. Ἐνῶ ἡ ὀνομαζομένη τεχνικὴ «κλασσικὴ μουσικὴ» δυτικῆς ἐπινοήσεως διδάσκει στὶς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις λανθασμένες ἀρχὲς ποὺ δὲν ὁδηγοῦν τόσο εὔκολα καὶ ἔρρυθμα σὲ ψυχολογικὴ καὶ πνευματικὴ θεραπεία καὶ προκοπὴ τοῦ διανοητικοῦ καὶ ἠθικοῦ μας ταλέντου.
 +
 +
 +
 +
 +
  
  

Revision as of 10:37, 10 December 2019

Ψάλλω, ἄρα ὑπάρχω

ΘΕΟΠΝΕΥΣΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

ΟΥΡΑΝΙΟΝ ΑΣΜΑ

Πάντες δι᾽ ὅσους ἡ Ψαλτικὴ εἶναι ὡς δευτέρα ἀναπνοή, μυστικὴ πνευματικὴ ἄθλησις, πηγὴ ἐμπνεύσεως, ὁδηγὸς πρὸς τὴν θεωρίαν καὶ φάρμακον τῆς ψυχῆς.

Στὴν «πολιτεία» μας μένουν ὅσοι εἶναι βέβαιοι ὅτι κάθε μελῳδία ὡσὰν λόγος, ἐκφράζει μία πνευματικὴ ἔννοια.

Ἐδὼ δημοσιεύονται τὰ θεόπνευστα μνημεῖα, τὰ αἰώνια καὶ ἀθάνατα μελουργήματα.

Βόρεια χώρα

Ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ δημοσιεύονται καὶ συζητοῦνται μελῳδίαι καὶ ὕμνοι τῆς «Βορείου Πατερικῆς ὑμνῳδίας», παλαιᾶς σλαβικῆς ψαλτικῆς, βορείου δι᾽ ἤχου ἐνσαρκώσεως τοῦ οὐρανίου ἄσματος.

ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΜΠΑΝΤΟΣ

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσικὴ ἔμπνευση δὲν ἔπαυσε νὰ ἀνθίζει, συνεχίζει νὰ ζῇ στὴν θεωρία καὶ στὴν σημειογραφία τῆς σημερινῆς «βυζαντινῆς μουσικῆς», ποὺ κακῶς παραβλέπεται καὶ ὀνομάζεται «βυζαντινή», εἶναι παγκόσμια, ἐπειδὴ δὲν τυγχάνει μία ἁπλῆ ἐθνικὴ θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης πολιτιστικῆς κληρονομίας, ἀλλὰ εἶναι μοναδικὴ ἔκφραση οὐρανίου, ἀγγελικοῦ ἄσματος, μία θεία μουσικὴ γλῶσσα, ποὺ μόνο αὐτὴ μιλᾷ τόσα βαθιὰ μὲ την ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ὁδηγεῖ πρὸς πνευματικὴ τελειότητα.


Ἀνατολικὴ χώρα

Ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ ἐπιστημονικῶς δημοσιεύονται καὶ ἀναλύονται μελῳδίαι, ὕμνοι καὶ διδακτικαὶ μέθοδοι τῆς λεγομένης «ψαλτικῆς τέχνης» ἢ ἑτέροις λόγοις· «Ἀνατολικῆς Πατερικῆς ὑμνῳδίας», τῆς ἀνατολικῆς δι᾽ ἤχου ἐνσαρκώσεως τοῦ οὐρανίου ἄσματος.


Ψηφιακὴ καταγραφὴ τῶν μὲν παραδοσιακῶν σημειογραφιῶν ἐν ταῖς ἡμῶν ἱστοσελίσι γίνεται διὰ τοῦ συστήματος ΕΥΔΡΟΜΟΥΝΤΕΣ (Serafim Unicode), τῶν δὲ εὐρωπαϊκῶν πολυγράμμων σημειογραφιῶν διὰ τῆς mediawiki-ἐπεκτάσεως Score τοῦ συστήματος Lilypond.

𝝙𝝙𝁇𝂅𝂅𝝾 𝁇𝁜𝝾 𝁑‌𝁿𝝾‌‌ 𝁇𝁿𝝾 𝁕𝁿𝝽‍𝝰 𝁇𝃰𝂏𝝥‍𝝰 𝁑𝝰‌‌ 𝁇𝁿𝞃‍‍𝞀𝝸 𝁇𝃰𝁚𝝸 𝁑𝝹𝝰𝝸‌‌‌ 𝁑𝝰𝝸‍‌‌‌ 𝁑𝝪‌𝝸 𝃰𝞄‌‌𝝸 𝁇𝁿𝁛𝟂 𝁑𝁿𝟂‌‌ 𝂪 𝁆𝁿𝁚𝝹𝝰𝝸 𝁑𝁿𝝖‌𝁑‌𝂅𝂅𝝲‌𝝸 𝁇𝃲𝝸 𝁇𝝸 𝁉𝟂‌‌ 𝁑‌𝟂‌‌ 𝁇𝃰𝝥‍‍𝝼𝝴 𝁆𝁿𝁚𝝴‍𝞄 𝁑𝁿𝝻𝝰 𝁑𝁿𝝰‌‌ 𝁑𝁿𝝰‌‌ 𝁇𝂏𝝰 𝁑𝁜𝂅𝝰‌‌ 𝁑𝂏𝝰‌‌ 𝁇𝁚𝂴𝝰 𝁑𝝰‌‌ 𝁑𝁿𝝰‌‌ 𝁆𝂅𝂅𝞃‍𝝸𝂳

Δυτικὴ χώρα

Ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ δημοσιεύονται καὶ συζητοῦνται μελῳδίαι καὶ ὕμνοι τοῦ «Γρηγοριανοῦ» καὶ «Ἀμβροσιανοῦ» μέλους· «Δυτικὴ Πατερικὴ ὑμνῳδία», ἀρχαία ῥωμαϊκή, παλαιὰ λατινικὴ ψαλτική, ἡ δυτικὴ δι᾽ ἤχου ἐνσάρκωσις τοῦ οὐρανίου ἄσματος.

ΜΕΛῼΔΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Οἱ ἔννοιες ποὺ ἐνσαρκώνονται διὰ μέσου τοῦ ἤχου δύνανται νὰ ἔχουν θεραπευτικὴ δύναμη.

Ἡ μουσικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ λειτουργῇ διὰ θεραπευτικοὺς λόγους καὶ ὄχι μόνο διὰ διασκέδαση ἢ εὐχαρίστηση τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοὸς εἶναι ἀποκλειστικὰ τὸ ἀρχαῖον μέλος, ποὺ εἶναι ἄνωθεν ἐμπνευσμένο καὶ εἰδικῶς δημιουργεῖτο μὲ αὐτὴ τὴν φιλοσοφία.

Νότια χώρα

Ἐν τῇ χώρᾳ ταύτῃ δημοσιεύονται καὶ συζητοῦνται πᾶσαι μελῳδίαι καὶ ὕμνοι οἱ παραλειφθῆσαι μὲν ἐν ἑτέραις χώραις, τὰ ὑποψήφια μέλη διὰ τὸ τίμιον ὄνομα τῆς δι᾽ ἤχου ἀπεικονήσεως τοῦ οὐρανίου ἄσματος.

ΕΜΜΕΛΗΣ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ

Μετὰ τὴν «μουσικὴ σύμπαντος» στὴν ἱεραρχία ἀκολουθεῖ κατὰ τοὺς πυθαγορικοὺς ἡ «ἀνθρωπίνη μουσική», διότι στὴν ἀνθρωπίνη φύση ἐπίσης ὑπόκειται ἁρμονία, ποὺ ἀπεικονίζει τὴν ἰσοῤῥοπία τῶν ἀντιθέτων ζωτικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁρμονία εἶναι ὑγεία, ἑνῶ ἡ ἀῤῥώστια εἶναι δυσαρμονία καὶ ἔλλειψη συμφωνίας. Γι᾽αὐτὸ ὁ Πυθαγόρας θεωροῦσε τὴν μουσικὴ ὡς ἀναφαίρετη οὐσία τῆς ὑγείας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ μέγας Ἰάμβλιχος, ὁ ἀπόγονος τοῦ Πυθαγόρα, μᾶς ἀναφέρει: «Ὁ Πυθαγόρας ὅρισε τὴν παιδαγωγία διὰ μουσικῆς, ἐξ ἧς προέρχεται ἡ θεραπεία τῶν ἀνθρωπίνων ἠθῶν».


Τὸ κανάλι μας στὸ YouTube

Θεόπνευστη μουσικὴ-ψαλτικὴ εἶναι μυστικὴ πνευματικὴ ἄθλησις, πηγὴ ἐμπνεύσεως, ὁδηγὸς πρὸς θεωρίαν καὶ φάρμακον τῆς ψυχῆς.

Καὶ πράγματι, εἶναι δυνατὸν ψυχοφάρμακον. Κάθε μουσικὴ ἔμπνευση —τὸ ἐπιστημονικῶς ἀποδεδεγμένο γεγονός— γίνεται τρόπον τινα νὰ παρέχῃ θεραπευτικὴ δράση στὸν ἄνθρωπο. Κάθε μελῳδία, ὅπως καὶ ὁ λόγος, ὡς «μουσικὸς λόγος» ὁπωσδήποτε ἐκφράζει μία πνευματικὴ ἔννοια. Οἱ ἔννοιες ποὺ ἐνσαρκώνονται διὰ μέσου τοῦ ἤχου δύνανται νὰ ἔχουν θεραπευτικὴ δύναμη ἢ τἀνάπαλιν, φθοροποιὸν διὰ την ψυχή. Ἠ μουσικὴ ποὺ μπορεῖ νὰ λειτουργῇ διὰ θεραπευτικοὺς λόγους καὶ ὄχι μόνο διὰ διασκέδαση ἢ εὐχαρίστηση τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοὸς εἶναι ἀποκλειστικὰ τὸ ἀρχαῖον μέλος, ποὺ εἶναι ἄνωθεν ἐμπνευσμένο καὶ εἰδικῶς δημιουργεῖτο μὲ αὐτὴ τὴν φιλοσοφία.

Κατὰ τὸν θεῖο Πυθαγόρα‍, καθὼς τὴν «μερικὴ» μουσικὴ παράγει ἡ ἁρμονία τῶν χορδῶν, τοιουτοτρόπως καὶ τὴν «καθόλου μουσικὴ» παράγη ἡ ἁρμονία τοῦ σύμπαντος καὶ ἡ μουσικὴ τάξη ταυτίζεται μὲ τὴν ἀστροφυσικὴ σύνθεση τοῦ κόσμου, ποὺ παράγη τὴν «μουσικὴ σύμπαντος». Ἡ μουσικὴ σύμπαντος ὑπάρχει χάρις στὴν κίνηση τῶν οὐρανίων σωμάτων καὶ οἱ τροχιὲς τῶν πλανητῶν π.χ. ἀντιστοιχοῦν σὲ μῆκος τῶν χορδῶν, τῶν ὁποίων οἱ κρούσεις δημιουργοῦν εὐρυθμία ἤχου.

Ὅμως αὐτὴ ἡ οὐράνια ἁρμονία εἶναι ἀπρόσιτη διὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀκοὴ καὶ φυσιολογικὴ ἀντίληψη, αὐτὴν δυνάμεθα νὰ ἀντιληφθοῦμε μόνο διὰ νοερᾶς πνευματικῆς θεωρίας. Αὐτὴ ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ νόηση, προφανῶς προέρχεται ἀπὸ τὰ λείψανα τῆς πρωταρχικῆς μνήμης τοῦ οὐρανίου νοητοῦ ἄσματος τῶν ἀγγέλων, τοῦ ὁποίου ἐχρημάτισαν ἀκροατὲς οἱ προπάτορες καὶ ἔμεινε ἐν μυχοῖς τῆς φύσεώς μας.

Μετὰ τὴν «μουσικὴ σύμπαντος» στὴν ἱεραρχία ἀκολουθεῖ κατὰ τοὺς πυθαγορικοὺς ἡ «ἀνθρωπίνη μουσική», διότι στὴν ἀνθρωπίνη φύση ἐπίσης ὑπόκειται ἁρμονία, ποὺ ἀπεικονίζει τὴν ἰσοῤῥοπία τῶν ἀντιθέτων ζωτικῶν δυνάμεων. Ἡ ἁρμονία εἶναι ὑγεία, ἑνῶ ἡ ἀῤῥώστια εἶναι δυσαρμονία καὶ ἔλλειψη συμφωνίας. Γι᾽αὐτὸ ὁ Πυθαγόρας θεωροῦσε τὴν μουσικὴ ὡς ἀναφαίρετη οὐσία τῆς ὑγείας καὶ τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ μέγας Ἰάμβλιχος, ὁ ἀπόγονος τοῦ Πυθαγόρα, μᾶς ἀναφέρει: «Ὁ Πυθαγόρας ὅρισε τὴν παιδαγωγία διὰ μουσικῆς, ἐξ ἧς προέρχεται ἡ θεραπεία τῶν ἀνθρωπίνων ἠθῶν καὶ παθῶν, καὶ ἀποκαθίσταται ἡ ἁρμονία τῶν ψυχικῶν χαρισμάτων. Αὐτὸς ἀνάγκαζε τοὺς μαθητές του νὰ ἐφαρμόζουν τὴν μουσικὴ ἀγωγή, συντάσσοντας διάφορες μελωδίες χάρις στὶς ὁποῖες εὔκολα μποροῦσε νὰ ἀλλοιώνῃ τὴν ψυχική τους κατάσταση, παράγων τὶς μελωδίες μὲ τὴν λύρα ἢ τὴν φωνή. Ὁ ἴδιος ὅμως συνέθετε μελωδίες διὰ τὸν ἑαυτό του ἀλλιῶς, ὄχι διὰ μέσου ὀργάνου ἢ τῆς φωνῆς, ἀλλὰ χρησιμοποιῶντας ἄρρητα τινα καὶ νοερὰ μέσα. Μὲ τὴν θεωρία τῶν οὐρανίων πραγμάτων ἄκουγε τὴν ἁρμονία τοῦ σύμπαντος καὶ κατανοοῦσε τὸν ἦχο τῶν ἄνω σωμάτων, ποὺ παρήγαγε τὸ πλῆρες ἆσμα, ποὺ εἶναι ἀπρόσιτο στοὺς ἰδιῶτες. Δροσιζόμενος ἀπ᾽ αὐτὴ τὴν ἔμπνευση καὶ γενόμενος τέλειος, διαλογιζόταν νὰ μεταδώσῃ στοὺς μαθητὲς τὴν ἠχητικὴ ἐνσάρκωση αὐτοῦ τοῦ νοητοῦ ἄσματος, ὅσον εἶναι δυνατὸν νὰ τὸ ἐκφράζῃ τὸ σχετικὰ πτωχὸ ὑλικὸ τῶν γηίνων ἤχων διὰ μέσου ὀργάνων καὶ τῆς ἀνθρώπινης φωνῆς».

Ἔτσι τὸ τρίτο εἶδος στὴν ἱεραρχία εἶναι ὀργανικὴ μουσική, ποὺ κατὰ τὸν Πυθαγόρα εἶναι μόνο ἕνα ἴχνος τῆς ἀνωτάτης «μουσικής σύμπαντος». Ἡ μουσικὴ ἐπονομαζομένη ὡς «βυζαντινή» εἶναι μόνος νόμιμος καὶ ἀληθινὸς διάδοχος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς σοφίας στὸν τομέα τῆς μουσικῆς, ποὺ ἔχει μοναδικὴ‍, ἀρχαιότατη καὶ διαχρονικῶς ἀδιάκοπη παράδοση καὶ τὴν ἀνεπανάληπτη σε ὅλο τον κόσμο θεωρία καὶ σημειογραφία, ποὺ ἀρχικὰ ἀναπτύχθηκε στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα καὶ ἔπειτα στὴν Αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου —τὸ μοναδικὸ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος κράτος μὲ διαχρονικῶς ἄφθαστο ἐπίπεδο τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς τέχνης— καὶ εἶναι πολλαπλασιασμένη ἐπὶ τὴν οὐράνια ἀποκάλυψη Χάριτος, ποὺ ὁ Θεὸς ἐνέπνευσε στὴν ἑλληνικὴ σοφία, ἡ ὁποία εἰς τὸ ἑξῆς ὀνομάστηκε «χριστιανισμός».

Ἡ ἀρχαία ἑλληνικὴ μουσικὴ ἔμπνευση δὲν ἔπαυσε νὰ ἀνθίζει, συνεχίζει νὰ ζῇ στὴν θεωρία καὶ στὴν σημειογραφία τῆς σημερινῆς «βυζαντινῆς μουσικῆς», ποὺ κακῶς παραβλέπεται καὶ ὀνομάζεται «βυζαντινή», εἶναι παγκόσμια, ἐπειδὴ δὲν τυγχάνει μία ἁπλῆ ἐθνικὴ θεώρηση τῆς ἀνθρώπινης πολιτιστικῆς κληρονομίας, ἀλλὰ εἶναι μοναδικὴ ἔκφραση οὐρανίου, ἀγγελικοῦ ἄσματος, μία θεία μουσικὴ γλῶσσα, ποὺ μόνο αὐτὴ μιλᾷ τόσα βαθιὰ μὲ την ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸν ὁδηγεῖ πρὸς πνευματικὴ τελειότητα.

Δύο ἔννοιες πρέπει νὰ γίνουν κατανοητὲς διὰ νὰ ἐκτιμήσουμε πλήρως τὴν βυζαντινὴ μουσική. Ἡ πρώτη, ποὺ διατήρησε τὴν βάση στὴν ἑλληνικὴ θεολογικὴ καὶ μυστικὴ σκέψη μέχρι τὴν πτώση τῆς αὐτοκρατορίας, ἦταν ἡ γνώση ἀγγελικῆς μεταδόσεως τοῦ ἄσματος, διότι ἡ Ἐκκλησία ἕνωσε τοὺς ἀνθρώπους σὲ κοινὴ προσευχὴ μὲ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα. Ἡ νύξη διαιωνίζεται στὶς γραφὲς τῶν πρώτων πατέρων τῆς χριστιανικῆς ἑλληνικῆς σοφίας, ὅπως ὁ Κλήμης Ρώμης, Ἰουστῖνος, Ἰγνάτιος Ἀντιοχείας, Ἀθηναγόρας καὶ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης. Ἀναγνωρίζεται ἀργότερα στὶς μεσαιωνικὲς πραγματεῖες τοῦ Νικολάου Καβάσιλα καὶ τοῦ Συμεὼν Ἀρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης.

Ἡ ἐπίδραση αὐτῆς τῆς ἔννοιας ἦταν τριπλή: κατ᾽ ἀρχάς, ἀναπαρήγαγε μία ἰδιαίτερα συντηρητικὴ στάση ἀπέναντι στὴν μουσικὴ σύνθεση ἀφ᾽ ἑτέρου, σταθεροποίησε τὴν μελωδικὴ παράδοση ὁρισμένων ὕμνων καὶ τρίτον, συνέχισε, γιὰ κάποιο διάστημα, την ἀνωνυμία τοῦ συνθέτη. Γιατί ἐὰν ἕνα ἆσμα εἶναι θεϊκῆς προελεύσεως, κατόπιν ἡ ἀναγνώριση ποὺ λαμβάνει ὁ «μεταφορέας» μελλοντικὰ ὀφείλει νὰ εἶναι ἐλάχιστη. Αὐτὸ ἰσχύει ἰδιαίτερα ὅταν ἐξετάζουμε τοὺς ὕμνους ποὺ φέρονταν νὰ ἐψάλησαν διὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ ἀγγελικὲς χορωδίες - ὅπως το Ἀλληλούια, τὸ Τρισάγιον καὶ ἡ Δοξολογία. Συνεπῶς, μέχρι τους χρόνους τῶν Παλαιολόγων, ἦταν ἀσύλληπτο διὰ ἕνα συνθέτη νὰ τοποθετήσῃ τὸ ὄνομά του κάτω ἀπὸ ἕνα χειρόγραφο μουσικό κείμενο.

Οἱ ἰδέες τῆς πρωτοτυπίας καὶ τῆς ἐλευθέρας συνθέσεως παρόμοιες μὲ ἐκεῖνες ποὺ ἐμφανίστηκαν στὴν πιὸ πρόσφατη μουσικὴ δὲν ὑπῆρξαν ποτὲ στοὺς βυζαντινοὺς χρόνους. Ἡ ἴδια ἡ ἔννοια τῆς χρησιμοποιήσεως παραδοσιακῶν μεθόδων ἢ μελωδικῶν τύπων ὡς συνθετικὴ τεχνικὴ παρουσιάζει ἀρχαΐζουσα ἀντίληψη στὸ βυζαντινὸ ἆσμα. Μοιάζει καταφανὲς ὅτι τὰ ἄσματα τοῦ βυζαντινοῦ ρεπερτορίου ποὺ βρίσκεται στὰ μουσικὰ χειρόγραφα ἀπὸ τὸ δέκατο αἰῶνα μέχρι τὴν ἐποχὴ τῆς τετάρτης σταυροφορίας (1204 - 1261), ἀντιπροσωπεύουν τὸ τελικὸ καὶ μόνο ἐπιζῶν στάδιο μιᾶς ἐξελίξεως, οἱ ἀρχὲς τῆς ὁποίας ἐπιστρέφουν στὸ ἆσμα τῆς φωτεινῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος τῶν σοφῶν καὶ φιλοσόφων καὶ τοῦ ἀρχαίου Ἰσραήλ τῶν Προφητῶν καὶ δικαίων.

Ἐκτὸς τούτου πρέπει νὰ σημειώσουμε ὅτι οἱ φυσιολογικὲς συμφωνίες τῶν ἤχων τῆς βυζαντινῆς μουσικῆς, ποὺ δὲν ὑπάρχει τεχνητὴ προσαρμογὴ διαστημάτων‍, οὔτε τὸ ματζιόρε οὔτε τὸ μινόρε, ἐκφράζουν τὴν πατερικὴ ἀντίληψη τῆς χαρμολύπης, ποὺ κατὰ τοὺς ἁγίους πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μοναδικὴ ὑγιεινὴ ψυχολογικὴ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ γίνεται πηγὴ ἀληθινῶν πνευματικῶν αἰσθήσεων διὰ τὴν ἐπίτευξη τῆς πυθαγορικῆς τελειότητος. Ἐνῶ ἡ ὀνομαζομένη τεχνικὴ «κλασσικὴ μουσικὴ» δυτικῆς ἐπινοήσεως διδάσκει στὶς ἀνθρώπινες αἰσθήσεις λανθασμένες ἀρχὲς ποὺ δὲν ὁδηγοῦν τόσο εὔκολα καὶ ἔρρυθμα σὲ ψυχολογικὴ καὶ πνευματικὴ θεραπεία καὶ προκοπὴ τοῦ διανοητικοῦ καὶ ἠθικοῦ μας ταλέντου.